- περίτροχος
- περίτροχοςcircularmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίτροχος — η, ο / περίτροχος, ον, ΝΜΑ [περιτρέχω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή τού σχοινιού ή τής αλυσίδας τής άγκυρας μσν. αρχ. 1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ… … Dictionary of Greek
περίτροχον — περίτροχος circular masc/fem acc sg περίτροχος circular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτρόχοις — περίτροχος circular masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίτροχα — περίτροχος circular neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THONITES — Armeniae maioris lacus in confinio Mesopotamiae piscosus est, et vestes polit, Eustath. Dionys. v. 987. Ε῎ςι δέ τις κατὰ μέςςα περίτροχος ὕδασι λίμνης Οὔνομα Ιθωνίτης, ἧς ἕλκεται ἐς μυχὰ Τίγρις Δυν´ων πολλὸν ἔνερθἑ πάλιν δ᾿ ἐξαῦτις ἀναχὼν… … Hofmann J. Lexicon universale
περίτροχο — το, Ν βλ. περίτροχος … Dictionary of Greek
περιτροχώ — άω, Α [περίτροχος] περιτρέχω* … Dictionary of Greek
περιτρόχαλος — ον, ΜΑ φρ. α) «περιτρόχαλος κουρά» κούρεμα τών μαλλιών γύρω γύρω στο κάτω μέρος τους β) «περιτρόχαλα κείρεσθαι» το να κόβει κανείς τα μαλλιά του γύρω γύρω στο κάτω μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτροχος + επίθημα αλος (πρβλ. γνάφ αλος)] … Dictionary of Greek
περιτρόχιον — τὸ ΜΑ [περίτροχος] τροχός που στρέφεται γύρω από τον άξονά του … Dictionary of Greek